Δείτε επίσης: ουαλών

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Ουαλών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Ουαλός
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Ουαλή