Οδοντιάδου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Οδοντιάδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Οδοντιάδης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟδοντιάδου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Οδοντιάδης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΟδοντιάδου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Οδοντιάδης