Οβακιμίδου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Οβακιμίδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Οβακιμίδης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟβακιμίδου θηλυκό, άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Οβακιμίδης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΟβακιμίδου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Οβακιμίδης
- άλλη μορφή: Οβακιμίδη