Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΟΔΙΣΥ < Οργανισμός ΔΙαχείρισης Συμμαχικού Υλικού

  Συντομομορφή επεξεργασία

Ο.ΔΙ.Σ.Υ. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο (προφέρεται οδισύ)