Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ντόλι < αγγλική Dolly

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ντόλι θηλυκό άκλιτο

  1. γυναικείο όνομα
  2. το όνομα που είχε δοθεί στο πρώτο κλωνοποιημένο πρόβατο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία