Ντζάμπιεβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ντζάμπιεβα < ρωσική Дзабиева (Dzábijeva), προέλευσης από την οσσετική
Μεταγραφή
επεξεργασίαΝτζάμπιεβα θηλυκό, άκλιτο (αρσενικό Ντζάμπιεφ)
Ντζάμπιεβα θηλυκό, άκλιτο (αρσενικό Ντζάμπιεφ)