Ετυμολογία

επεξεργασία
Ντζάμπιεβα < ρωσική Дзабиева (Dzábijeva), προέλευσης από την οσσετική

  Μεταγραφή

επεξεργασία

Ντζάμπιεβα θηλυκό, άκλιτο (αρσενικό Ντζάμπιεφ)