Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ναΐρουχι < μεταγραφή για την αρμενική նաիրուհի (Nairowhi, συνήθης απόδοση με λατινική γραφή: Nairuhi και Nayiruhi)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Ναΐρουχι θηλυκό, άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία