Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μύριαμ < αρχαία εβραϊκή מרים (Miryām) , συγγενική με την αραμαϊκή מרים (Maryām)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μύριαμ θηλυκό