Μπιάλιστοκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μπιάλιστοκ < → δείτε τη λέξη Μπιαλίστοκ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbʝa.li.stok/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπιά‐λι‐στοκ
Μεταγραφή επεξεργασία
Μπιάλιστοκ ουδέτερο άκλιτο
Μπιάλιστοκ ουδέτερο άκλιτο