Μπεχτσής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Μπεχτσής < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بكجی (bekçi, φύλακας), τουρκική bekçi (με τροπή [kt] > [xt]) + -ς
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Μπεχτσής αρσενικό (θηλυκό Μπεχτσή)
Μεταγραφές
επεξεργασία- λατινικοί χαρακτήρες: Bechtsis