Μπαδαχόθ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.ðaˈxoθ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπα‐δα‐χόθ
Μεταγραφή
επεξεργασίαΜπαδαχόθ θηλυκό άκλιτο
- (πόλη) άλλη μορφή του Μπανταχόθ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μπαδαχόθ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μπαδαχόθ
→ δείτε τη λέξη Μπανταχόθ |