Μοσχοβίτου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μοσχοβίτου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Μοσχοβίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μοσχοβίτου θηλυκό
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Μοσχοβίτης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Μοσχοβίτου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Μοσχοβίτης