Μηλέαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μηλέαι < αρχαία ελληνική μηλέαι. πληθυντικός του μηλέα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜηλέαι θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (καθαρεύουσα) ονομασία οικισμών της Ελλάδας: οι Μηλιές
Μηλέαι θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό