Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λύχνις < ελληνιστική κοινή λύχνις / λυχνίς < αρχαία ελληνική λύχνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Λύχνις θηλυκό

  1. πόλη των Βαλκανίων, η σημερινή Αχρίδα / Οχρίδα
  2. λίμνη των Βαλκανίων, η σημερινή Αχρίδα / Οχρίδα
    ※  Ἡ ἐν Μακεδονίᾳ λίμνη καλεῖται μὲν Λύχνις, διαπλέουσι δὲ αὐτὴν ἱστορίας ἕνεκεν· ἐγκύπτοντες γὰρ εἰς τὸν βυθὸν ὁρῶσι τρικλίνους πολυτελεῖς καὶ ἀργυρωμάτων ἄφθονον πλῆθος τῷ μεγέθει θαυμασίων καὶ χρυσέων πινάκων τε καὶ ἐκπωμάτων καὶ πάντων τῶν ἐν βασιλικῷ πλούτῳ πρὸς τρυφὴν κατασκευασμάτων. (Σωτίων, Παράδοξα, 42, 1-6)