Λονδῖνον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Λονδῖνον < (λόγιο δάνειο) αγγλική London < λατινική Londinium
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛονδῖνον ουδέτερο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 613, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου