Λατοΐδεω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΛᾱτοΐδεω αρσενικό
- (δωρικός τύπος ) γενική ενικού του Λατοΐδας
- ※ Ναὶ τὸν Ἔρωτα, θέλω τὸ παρ' οὔασιν Ἡλιοδώρας / φθέγμα κλύειν ἢ τᾶς Λατοΐδεω κιθάρας. (Μελεάγρου του Γαδαρηνού τα σωζόμενα, 5.141.1–2, Παλατινή Ανθολογία· Richard François Philippe Brunck, Analecta poetarum graecorum, Τόμος 1, 1785. books.google)
- Ναι μα τον Έρωτα, θέλω της Ηλιοδώρας το ψιθύρισμα στο αφτί μου, παρά του Λατοϊδέα (του γιου της Λητούς, του Απόλλωνα) την κιθάρα (απόδοση:Βικιλεξικό)
- ※ Ναὶ τὸν Ἔρωτα, θέλω τὸ παρ' οὔασιν Ἡλιοδώρας / φθέγμα κλύειν ἢ τᾶς Λατοΐδεω κιθάρας. (Μελεάγρου του Γαδαρηνού τα σωζόμενα, 5.141.1–2, Παλατινή Ανθολογία· Richard François Philippe Brunck, Analecta poetarum graecorum, Τόμος 1, 1785. books.google)