Λακωνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Λακωνικός αρσενικό
- (κόλπος) ο Λακωνικός Κόλπος: ο ανατολικός κόλπος της νότιαςΠελοποννήσου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Λακωνικός
|