Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κυνοσάργους < αρχαία ελληνική Κυνόσαργες[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.noˈsaɾ.ɣus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κυ‐νο‐σάρ‐γους

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κυνοσάργους αρσενικό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μάρω Βουγιούκα, Βασίλης Μεγαρίδης, Οδωνυµικά - Η σημασία των ονομάτων των οδών της Αθήνας, (Αθήνα: Πολιτισμικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων, 1997)