Κυνοσάργους
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κυνοσάργους < αρχαία ελληνική Κυνόσαργες[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.noˈsaɾ.ɣus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐νο‐σάρ‐γους
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κυνοσάργους αρσενικό άκλιτο
- συνοικία της Αθήνας
- ※ Στα στενά της παλιάς συνοικίας Κυνοσάργους, στα όρια με τον Νέο Κόσμο, η περιπλάνηση τυλίγεται συχνά από έναν αέρα απόκοσμο. (Νίκος Βατόπουλος, Ξεφτισμένα γύψινα και κρυφές αυλές στον Νέο Κόσμο, εφημερίδα Καθημερινή, 3 Νοεμβρίου 2019)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κυνοσάργους
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μάρω Βουγιούκα, Βασίλης Μεγαρίδης, Οδωνυµικά - Η σημασία των ονομάτων των οδών της Αθήνας, (Αθήνα: Πολιτισμικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων, 1997)