Κρανίδη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κρανίδη < γενική ενικού του αρσενικού Κρανίδης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾaˈni.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κρα‐νί‐δη
- ομόηχο: Κρανίδι
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κρανίδη θηλυκό άκλιτο
Κρανίδη θηλυκό άκλιτο