Κουκάκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κουκάκη < γενική ενικού του ανδρικού επωνύμου Κουκάκης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuˈka.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐κά‐κη
Κύριο όνομα 1
επεξεργασίαΚουκάκη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚύριο όνομα 2
επεξεργασίαΚουκάκη αρσενικό άκλιτο
- συνοικία της Αθήνας, το Κουκάκι
- ※ Καὶ μιὰ μέρα φορτώθηκαν τὰ πράγματα σὲ κάρα καὶ ἤρθαμε στὴν Ἀθήνα. Κι’ ἔπειτα ἀπ’ ὀλίγο πήγαμε στοῦ Κουκάκη. (Δημοσθένης Βουτυράς, Η ανέκδοτη αυτοβιογραφία του, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 739 (15 Απριλίου 1958), τόμ. 63, σελ. 606)