Κοκορδάτου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κοκορδάτου < γενική ενικού του αρσενικού Κοκορδάτος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοκορδάτου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Κοκορδάτος
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΚοκορδάτου αρσενικό
- γενική ενικού του Κοκορδάτος