Κιοσέογλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κιοσέογλου < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική كوسه (köse, σπανός) + -ογλου, (τουρκική köse (σπανός))
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚιοσέογλου αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαεπώνυμα:
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Κιοσέογλου σελ.83 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.