Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κελέρογλου < τουρκική keler (σαύρα)[1][2] + -ογλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κελέρογλου αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. keler - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  2. keler -  Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr

  Πηγές επεξεργασία

  • Κελέρογλου σελ.103 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.