Καλυφτάκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Καλυφτάκη < γενική ενικού του αρσενικού Καλυφτάκης
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.liˈfta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λυ‐φτά‐κη
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Καλυφτάκη θηλυκό άκλιτο (αρσενικό Καλυφτάκης)