ΚΤΕ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ΚΤΕ < : Κοινωνία Των Εθνών
- ΚΤΕ < : Κοινοβουλευτικός Τομέας Εργασίας
Συντομομορφή επεξεργασία
ΚΤΕ θηλυκό, μόνο στον ενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- Η Κοινωνία των Εθνών, διεθνής οργανισμός για τη διαφύλαξη της ειρήνης μεταξύ Α΄ και Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Συντομομορφή επεξεργασία
ΚΤΕ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο