Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ΚΤΕ <  : Κοινωνία Των Εθνών
  2. ΚΤΕ <  : Κοινοβουλευτικός Τομέας Εργασίας

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΚΤΕ θηλυκό, μόνο στον ενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  1. Η Κοινωνία των Εθνών, διεθνής οργανισμός για τη διαφύλαξη της ειρήνης μεταξύ Α΄ και Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΚΤΕ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  1. κοινοβουλευτικός τομέας ελέγχου