Δείτε επίσης: ισλανδών

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Ισλανδών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Ισλανδός
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Ισλανδή