Δείτε επίσης: ισλανδή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ισλανδή οι Ισλανδές
      γενική της Ισλανδής των Ισλανδών
    αιτιατική την Ισλανδή τις Ισλανδές
     κλητική Ισλανδή Ισλανδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ισλανδή < Ισλανδ(ός) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.slanˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ι‐σλαν‐δή
ομόηχο: Ισλανδοί

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ισλανδή θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ισλανδός