Ιντζιλάκου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ιντζιλάκου < γενική ενικού του αρσενικού Ιντζιλάκος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΙντζιλάκου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Ιντζιλάκος
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΙντζιλάκου αρσενικό
- γενική ενικού του Ιντζιλάκος