Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ικάριος < Ἴκαρος

  Επίθετο επεξεργασία

Ικάριος αρσενικό

  • ο σχετικός με τον Ίκαρο
    Ικάριο πέλαγος
    Ἰκάριος πόντος (σε αρχαία κείμενα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ικάριος και Ικαριός και Καριός

  • ο σχετικός με το νησί της Ικαρίας ή που έλκει από εκεί την καταγωγή του
    ο Σάββας είναι Ικάριος ή Κρητικός;

  Μεταφράσεις επεξεργασία