Θεοτοκάτου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Θεοτοκάτου < γενική ενικού του αρσενικού Θεοτοκάτος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεοτοκάτου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Θεοτοκάτος
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΘεοτοκάτου αρσενικό
- γενική ενικού του Θεοτοκάτος