Εφήμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜεταγραφή
επεξεργασίαΕφήμ αρσενικό, άκλιτο
- ανδρικό όνομα, άλλη γραφή του Εφίμ
- ※ Την παραμονή των Χριστουγέννων, ο Εφήμ Περεκλάντιν, «υπουργικός γραμματεύς», πλάγιασε πολύ άκεφος. Ένιωθε πως τον είχαν προσβάλει βαριά. —Παράτα με, μάγισσα! ούρλιαξε με κακία μόλις τον ρώτησε η γυναίκα του παραξενεμένη για το κατσούφικο ύφος του.
- «Το θαυμαστικό». Αντόν Τσέχωφ, Διηγήματα, μετάφραση: Κυριάκος Σιμόπουλος (Αθήνα: Θεμέλιο, 2000, ISBN: 978-960-7293-41-1).
- ※ Την παραμονή των Χριστουγέννων, ο Εφήμ Περεκλάντιν, «υπουργικός γραμματεύς», πλάγιασε πολύ άκεφος. Ένιωθε πως τον είχαν προσβάλει βαριά. —Παράτα με, μάγισσα! ούρλιαξε με κακία μόλις τον ρώτησε η γυναίκα του παραξενεμένη για το κατσούφικο ύφος του.