Ευωδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ευωδιά < γενική ενικού του Ευωδιάς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.voˈðʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ευ‐ω‐διά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕυωδιά θηλυκό
Δείτε επίσης : ευωδία, ευωδιά |
Ευωδιά θηλυκό