Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ειλείθυια < αρχαία ελληνική Εἰλείθυια < πιθανά από το εἰλέω και θύω

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ειλείθυια θηλυκό

  • δευτερεύουσα θεότητα της Ελληνικής Μυθολογίας, θεά της γέννησης και των πόνων του τοκετού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία