Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psi.ʃik/
 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
psychique psychiques

psychique (fr) αρσενικό ή θηλυκό