opinion
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
opinion | opinions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
opinion (en)
- η γνώμη
- ↪ In her opinion, this is beautiful.
- Κατά τη γνώμη της, αυτό είναι όμορφο.
- ↪ In her opinion, this is beautiful.
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
opinion (fr) θηλυκό