Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  circuit και intégré

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
circuit intégré circuits intégrés

circuit intégré (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία