adulte
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
adulte | adultes |
adulte (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
adulte | adultes |
adulte (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
adulte | adultes |
adulte (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
adulte | adultes |
adulte (fr) αρσενικό ή θηλυκό