Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

adolescente < θηλυκό του adolescent

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.dɔ.lɛ.sɑ̃t/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
adolescente adolescentes

adolescente (fr) θηλυκό