Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συλλαβίζω < (ελληνιστική κοινή) συλλαβίζω

  Ρήμα επεξεργασία

συλλαβίζω

  1. χωρίζω σε συλλαβές
  2. (συνεκδοχικά) διαβάζω με δυσκολία, μόλις που ξέρω ανάγνωση

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συλλαβίζω < συλλαβή

  Ρήμα επεξεργασία

συλλαβίζω

  1. προφέρω μαζί