Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουβλίζω < μεσαιωνική ελληνική < σούβλα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

σουβλίζω

  1. περνάω μία σούβλα κατά μήκος ενός σφάγιου για να το ψήσω
  2. ψήνω ένα σφάγιο στη σούβλα
  3. ανασκολοπίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία