Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μήτε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μήτε

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmi.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μή‐τε

  Σύνδεσμος επεξεργασία

μήτε συμπλεκτικός σύνδεσμος

  • συνδέει αρνητικά όμοιους όρους ή όμοιες προτάσεις
    να μην έρθει μήτε ο ένας μήτε ο άλλος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία