κυρίως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
κυρίως
πρωτίστως, κατά πρώτον λόγο, κατεξοχήν
Εκφράσεις επεξεργασία
- «εκείνο που μας ενδιαφέρει κυρίως είναι να πείσωμεν»
- «κυρίως ειπείν»
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυρίως
|