συγχύζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 194.42.130.53 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση PaulaMeh
Ετικέτα: Επαναφορά
Γραμμή 2:
 
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν}} [[συγχύζω]] < [[σύγχυσις|'''σύγχυ'''σις]] + [[-ίζω|-ί'''ζω''']] = συγχίζω=== νεοελληνική===
 
==={{ρήμα|el}}===
'''{{συγχιζωPAGENAME}}''', ''παθ. φωνή'' [[συγχίζομαισυγχύζομαι]],'' μτχ παθ. παρακ.'' [[συγχισμένοςσυγχυσμένος]])
* [[ταράζω]] κάποιον έντονα, του [[ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι|ανεβάζω το αίμα στο κεφάλι]], τον [[φουντώνω]], τον στενοχωρώ πολύ, του προκαλώ τέτοια αναστάτωση που αισθάνεται σύγχυση, τα χάνει.
 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/συγχύζω"