υπερχρεώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== '''{{PAGENAME}}'''< {{παθ}} του ρήματος υπερχρεώνω ==={{ρήμα|el}}=== '''{{PAGENAME}}''' # χρ... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 20:30, 5 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
υπερχρεώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος υπερχρεώνω
Ρήμα
υπερχρεώνομαι
Κλίση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερχρεώνομαι | υπερχρεωνόμουν(α) | θα υπερχρεώνομαι | να υπερχρεώνομαι | ||
β' ενικ. | υπερχρεώνεσαι | υπερχρεωνόσουν(α) | θα υπερχρεώνεσαι | να υπερχρεώνεσαι | (υπερχρεώνου) | |
γ' ενικ. | υπερχρεώνεται | υπερχρεωνόταν(ε) | θα υπερχρεώνεται | να υπερχρεώνεται | ||
α' πληθ. | υπερχρεωνόμαστε | υπερχρεωνόμαστε υπερχρεωνόμασταν |
θα υπερχρεωνόμαστε | να υπερχρεωνόμαστε | ||
β' πληθ. | υπερχρεώνεστε | υπερχρεωνόσαστε υπερχρεωνόσασταν |
θα υπερχρεώνεστε | να υπερχρεώνεστε | (υπερχρεώνεστε) | |
γ' πληθ. | υπερχρεώνονται | υπερχρεώνονταν υπερχρεωνόντουσαν |
θα υπερχρεώνονται | να υπερχρεώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερχρεώθηκα | θα υπερχρεωθώ | να υπερχρεωθώ | υπερχρεωθεί | ||
β' ενικ. | υπερχρεώθηκες | θα υπερχρεωθείς | να υπερχρεωθείς | υπερχρεώσου | ||
γ' ενικ. | υπερχρεώθηκε | θα υπερχρεωθεί | να υπερχρεωθεί | |||
α' πληθ. | υπερχρεωθήκαμε | θα υπερχρεωθούμε | να υπερχρεωθούμε | |||
β' πληθ. | υπερχρεωθήκατε | θα υπερχρεωθείτε | να υπερχρεωθείτε | υπερχρεωθείτε | ||
γ' πληθ. | υπερχρεώθηκαν υπερχρεωθήκαν(ε) |
θα υπερχρεωθούν(ε) | να υπερχρεωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υπερχρεωθεί | είχα υπερχρεωθεί | θα έχω υπερχρεωθεί | να έχω υπερχρεωθεί | υπερχρεωμένος | |
β' ενικ. | έχεις υπερχρεωθεί | είχες υπερχρεωθεί | θα έχεις υπερχρεωθεί | να έχεις υπερχρεωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπερχρεωθεί | είχε υπερχρεωθεί | θα έχει υπερχρεωθεί | να έχει υπερχρεωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερχρεωθεί | είχαμε υπερχρεωθεί | θα έχουμε υπερχρεωθεί | να έχουμε υπερχρεωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπερχρεωθεί | είχατε υπερχρεωθεί | θα έχετε υπερχρεωθεί | να έχετε υπερχρεωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερχρεωθεί | είχαν υπερχρεωθεί | θα έχουν υπερχρεωθεί | να έχουν υπερχρεωθεί |
Μεταφράσεις
υπερχρεώνομαι
|