υποβοηθημένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αυτόματη εισαγωγή άρθρου
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 13:13, 1 Ιουνίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

υποβοηθημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποβοηθώ

  Μετοχή

υποβοηθημένος, -η, -ο

  1. → δείτε τη λέξη υποβοηθώ

  Μεταφράσεις


Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «υποβοηθημενοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'υποβοηθημένοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'υποβοηθημένος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «υποβοηθημενοσ».