Εβρενιάδου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Εβρενιάδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Εβρενιάδης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Εβρενιάδου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Εβρενιάδης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Εβρενιάδου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Εβρενιάδης