Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΕΟΦ < Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων

  Συντομομορφή επεξεργασία

Ε.Ο.Φ. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο (προφέρεται εόφ)

Δείτε επίσης επεξεργασία