Ετυμολογία

επεξεργασία
ΕΝ <
  1. Εμπορικός Νόμος
  2. Εμπορική Ναυτιλία
  3. Εμπορικό Ναυτικό

  Συντομομορφή

επεξεργασία

Ε.Ν. αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο