Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΕΛΔΥΚ < ΕΛληνική ΔΥναμη Κύπρου

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΕΛ.ΔΥ.Κ. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο (προφέρεται ελδύκ)