Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δούρος < τουρκική dur (μακρινός) + -ος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δούρος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δούρος σελ.53 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.